βένθος

βένθος
Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε ζουν μόνιμα προσκολλημένα σε αυτόν ή μπορούν να μετακινηθούν σε μικρή έκταση με δικά τους όργανα πλεύσης (μεροβένθος). Οι οργανισμοί που ανήκουν στο ζωοβένθος χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο διατροφής τους: (α) Λασποφάγαιζηματοφάγα. Έχουν την ικανότητα να απορροφούν τα λεπτόκοκκα υλικά πάνω στα οποία ζουν και να κατακρατούν τις θρεπτικές ουσίες που χρειάζονται. (β) Αιωρηματοφάγα. Τρέφονται φιλτράροντας από το νερό αιωρούμενες θρεπτικές ουσίες. (γ) Σαρκοφάγα. Τρέφονται με ζωντανή ή νεκρή οργανική ύλη. (δ) Ποικιλοφάγα. Τρέφονται με μεγάλη ποικιλία θρεπτικών ουσιών φυτικής ή ζωικής προέλευσης. Βένθος είναι το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Στο επάνω μέρος του πίνακα εικονίζονται μερικά ζώα της σύγχρονης εποχής· στις κατώτερες ζώνες εικονίζονται βενθικά ζώα του καινοζωικού, του μεσοζωικού και του παλαιοζωικού αιώνα: 1. κερίανθος 2. κοράλλι 3. κρινοειδές 4. μανδραπόρα 5. ολοθούριο 6. σπόγγος 7. πατέλλα 8. κάβουρας 9. αστερίας 10. μύδια 11. αχινός 12. πολύχαιτος 13. νουμουλίτες 14. τσερίθιο 15. χτένι 16. κονζέρια 17. στοματοψίς 18. εχινόλαμπος 19. κερατίτης 20. αμμωνίτης 21. βελεμνίτης 22. ινοκέραμος 23. καπρίνα 24. γκριφέα 25. πηγόπη 26. κυστοειδές 27. βλαστοειδές 28. γραπτόλιθος 29. τριλωβίτης 30. καλτσέολα 31. στριγκοκέφαλος
* * *
το (Α βένθος)
ο βυθός της θάλασσας
νεοελλ.
1. ο βυθός των ωκεανών, των θαλασσών, των ποταμών και των λιμνών
2. το σύνολο των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στον βυθό των θαλασσών και των λιμνών
αρχ.
φρ. «βένθει σῆς κραδίης» — στο βάθος της καρδιάς σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βάθος, βαθύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βένθος — depth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθος — το αντίθ. το πλαγκτόν όνομα του συνόλου των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στο βυθό των θαλασσών και των λιμνών: Το βένθος παραμένει σχεδόν άγνωστο, παρ όλες τις επιστημονικές προόδους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βένθει — βένθος depth neut nom/voc/acc dual (attic epic) βένθεϊ , βένθος depth neut dat sg (epic ionic) βένθος depth neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθη — βένθος depth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βένθος depth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεα — βένθος depth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεος — βένθος depth neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεσι — βένθος depth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεσιν — βένθος depth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεσσι — βένθος depth neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεσσιν — βένθος depth neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”